λογικός, λογική, λογικό
Ερμηνεία:
[αυτός που διαθέτει λόγο, αυτός που διαθέτει ορθή κρίση και σκέψη, αυτός που συμφωνεί με τους κανόνες της λογικής, ο φρόνιμος, ο μη υπερβολικός, ο μετριοπαθής]
Ετυμολογία:
[Καινή Διαθήκη:Προς Ρωμαίους επιστολής Παύλου 12,1, πρώτη επιστολή αποστόλου. Πέτρου 2,2]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|